θάλαμος

θάλαμος
θᾰλᾰμος (-ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις, -ους.)
a
I chamber, hall, pl. mansion

κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος O. 5.13

τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. “πρὸς Αἰήτα θαλάμουςP. 4.160
II esp., bedchamber Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας (pl. pro sing.) O. 7.29

πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, δαμεῖσα ἐν θαλάμῳ P. 3.11

θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.68

ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42

μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο (pl. pro sing.) P. 2.33
b inner part of a temple, sanctuary Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον (εἰς τὸ πρυτανεῖον. Σ.) N. 11.3 χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας (τὸ προοίμιον. Σ.) O. 6.1 φοινικοεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θάλαμος — an inner room masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — ο 1. δωμάτιο: Νυφικός θάλαμος. 2. μεγάλος χώρος σε νοσοκομείο ή στρατώνα όπου κοιμούνται πολλά άτομα μαζί. 3. εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής: Σκοτεινός θάλαμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επωαστικός θάλαμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται στην ορνιθοτροφία για την τεχνητή επώαση των αβγών. Αποτελείται από ένα ξύλινο κιβώτιο ή από άλλο δυσθερμαγωγό υλικό, από μια θερμαντική συσκευή (νερού, αέρα ή ηλεκτρική), από μια σειρά αγωγών για τη διανομή της… …   Dictionary of Greek

  • θαλάμω — θάλαμος an inner room masc nom/voc/acc dual θάλαμος an inner room masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμοιο — θάλαμος an inner room masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμοις — θάλαμος an inner room masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμοισι — θάλαμος an inner room masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμοισιν — θάλαμος an inner room masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμου — θάλαμος an inner room masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμους — θάλαμος an inner room masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”